Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὧν ὁ μὲν αὐτῶν

  • 1 One

    adj.
    Of number: P. and V. εἵς.
    Indefinite pron.: P. and V. τις.
    One of a pair: P. and V. ὁ ἕτερος.
    The one... the other: P. and V. ὁ ἕτερος... ὁ ἕτερος.
    I will bring witnesses to prove that he was one of the Ephors: P. ὡς τῶν ἐφόρων ἐγένετο μάρτυρας παρέξομαι (Lys. 124).
    Death is one of two things: P. δυοῖν θάτερόν ἐστι τὸ τεθνάναι (Plat., Ap. 40C).
    Eurymachus was one of them: P. Εὐρύμαχος εἷς αὐτῶν ἦν (Thuc. 2, 5).
    One... another: P. and V. ὁ μὲν... ὁ δέ.
    At one time... at another: Ar. and P., τότε μὲν... τότε δέ, P. and V. τότε... ἄλλοτε.
    One another, each other: P. and V. ἀλλήλους (acc.).
    Be at one: see Agree.
    Become one with: P. and V. συντήκεσθαι (dat.).
    At one time, at the same time, together: P. and V. ὁμοῦ, μα.
    One by one: P. καθʼ ἕνα.
    One day, once upon a time: P. and V. ποτέ, πλαι; see Formerly.
    Referring to the future: P. and V. ποτέ, ἔπειτα.
    With one voice, unanimously: P. μιᾷ γνώμῃ, V. ἁθρόῳ στόματι; see Unanimously.
    'Tis all one whether you desire to praise or blame me: V. σὺ δʼ αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλειν ὁμοῖον (Æsch., Ag. 1403).
    It was all one whether the quantity drunk were more or less: P. ἐν τῷ ὁμοίῳ καθειστήκει τό τε πλέον καὶ ἔλασσον ποτόν (Thuc., 2, 49).
    ——————
    subs.
    The number one: P. μονάς, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > One

  • 2 Come

    v. intrans.
    P. and V. ἔρχεσθαι, προσέρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. βλώσκειν), προσμολεῖν ( 2nd aor. προσβλώσκειν), προσστείχειν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν.
    Have come, be come: P. and V. ἥκειν, παρεῖναι, ἐφήκειν (rare P.), Ar. and P. παραγίγνεσθαι, V. προσήκειν.
    Arrive: P. and V. φικνεῖσθαι, εἰσαφικνεῖσθαι, Ar. and V. ἱκνεῖσθαι, V. κνειν, ἐξικνεῖσθαι; see Arrive.
    Keep coming, come and go: P. and V. φοιτᾶν, V. στρωφᾶσθαι.
    Where-fore, come fire! come swords! V. πρὸς ταῦτʼ ἴτω μὲν πῦρ, ἴτω δὲ φάσγανα (Eur., Phoen. 521). Come, interj.: P. and V. γε, φέρε, θι, φέρε δή, εἶα (Plat. but rare P., also Ar.), εἶα δή (Plat. but rare P., also Ar.).
    Come about, happen, v. intrans.: P. and V. συμβαίνειν, γίγνεσθαι, συμπίπτειν; see Happen.
    Come across, light on: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχνειν (gen.); see light on.
    Come away: P. and V. πέρχεσθαι, ἀπιέναι, V. ποστείχειν; see Depart.
    Come back: P. and V. ἐπανέρχεσθαι, V. ἐπέρχεσθαι; see Return.
    Come down: P. and V. κατέρχεσθαι, Ar. and V. καθέρπειν (Soph., frag.), Ar. and P. καταβαίνειν.
    Of territory, reach: P. καθήκειν.
    Come forward: P. προέρχεσθαι, P. and V. προχωρεῖν, προβαίνειν.
    Come forward ( to speak): P. and V. ἐπέρχεσθαι, Ar. and P. παρέρχεσθαι.
    Come in, enter: P. and V. εἰσέρχεσθαι, ἐπεισέρχεσθαι, Ar. and V. εἰσβαίνειν.
    Of revenue, etc.: P. προσέρχεσθαι.
    Capitulate: see Capitulate.
    Come off, succeed, fare, of things: P. and V. προχωρεῖν, χωρεῖν; of persons; P. and V. παλλάσσειν.
    They have come off worse than we did: P. χεῖρον ἡμῶν ἀπηλλάχασι (Dem. 246).
    Come on: Ar. and P. ἐπιγίγνεσθαι; see also Approach, Grow.
    Of a storm: P. ἐπιγίγνεσθαι, κατιέναι, γίγνεσθαι.
    Come out: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐκβαίνειν (rare P. in lit. sense).
    met., turn out, issue: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, P. ἀποβαίνειν, Ar. and P. συμφέρεσθαι, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν.
    Come out to battle: P. ἐπεξέρχεσθαι εἰς μάχην.
    Come over ( of a feeling coming over one): P. and V. ἐπέρχεσθαι (acc.), V. πέρχεσθαι (acc.), φέρπειν (acc.); see steal over.
    Join as ally: P. προσχωρεῖν.
    Come round, change: P. and V. μεθίστασθαι, P. περιίστασθαι.
    Recover: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν; see Recover.
    Come round to the same place ( in argument): P. εἰς τὸ αὐτὸ περιφέρεσθαι (Plat., Gorg. 517C).
    Come short: see Short.
    Come to, recover: P. ἀναλαμβάνειν ἑαυτόν; see Recover.
    Come to yourself: V. ἐν σαυτῷ γενοῦ (Soph., Phil. 950).
    Coming to yourselves even at the eleventh hour: ὑμῶν αὐτῶν ἔτι καὶ νῦν γενόμενοι (Dem. 26).
    Come to pass: see Happen.
    Come to the same thing: Ar. and P. ταὐτὸ δνασθαι.
    Come together: P. and V. συνέρχεσθαι.
    Come up: P. and V. νέρχεσθαι.
    Approach: P. and V. ἐπέρχεσθαι; see Approach.
    Happen: see Happen.
    Come up to: see Reach.
    Come upon, attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.), προσπίπτειν (dat.); see Attack.
    Of misfortune, etc.: P. and V. ἐπέρχεσθαι (dat.), προσπίπτειν (dat.).
    Light upon: P. and V. ἐντυγχνειν (dat.), τυγχνειν (gen.), προσπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχνειν (gen. or dat.), P. περιπίπτειν (dat.), V. κιγχνειν (acc. or gen.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Come

См. также в других словарях:

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • κατασήπω — (AM) παθ. κατασήπομαι φθίνω, λειώνω αρχ. 1. κάνω ή αφήνω κάτι να σαπίσει («τὰ μὲν αὐτῶν κατορύττουσι, τὰ δὲ κατασήπουσι, τὰ δὲ ἀριθμοῡντες...», Ξεν.) 2. αφήνω κάποιον να αποχαυνώνεται («κατασήπειν τοὺς ἀνθρώπους ἐν τοῑς πάθεσι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… …   Dictionary of Greek

  • νευρά — Οι νευρικές δέσμες. Βλ. λ. νευρικό σύστημα. * * * η (Α νευρά, ιων. τ. νευρή, ποιητ. τ. νευρειή) χορδή τόξου ή μουσικού οργάνου κατασκευασμένη από νεύρο ή από έντερο («οἱ μὲν αὐτῶν σφόδρα τὰς νευρὰς ἐπιτείνοντες», Λουκιαν.) αρχ. λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • συναλίζω — (I) Α 1. συναθροίζω, συγκεντρώνω («καὶ τὰ μὲν αὐτῶν ὁ Κῡρος συνάλισε καὶ ἀνέπεισε ἀπίστασθαι ἀπὸ Μήδων», Ηρόδ.) 2. παθ. συναλίζομαι (για πρόσ.) συγκαταλέγομαι («εἰς τοὺς τελείους ἄνδρας συναλίζεσθαι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίζω (Ι)… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»